-
1 αναβιβαζω
тж. med.1) сажать, приказывать сесть(τινὰς ἐπὴ ἳππους Her., Xen., Plat.; ἐπὴ τέν ναῦν Plut., med. Thuc.)
2) приказывать взойти или (воз)вести(τινὰ ἐπὴ τέν πυρήν Her.; ἐπὴ λόφον, sc. τὸ στράτευμα Xen.)
ἀ. τοὺς στρατιώτας ἐπὴ τὸ τεῖχος Polyb. — приказывать солдатам взойти на стены, т.е. взять приступом3) поднимать(τινὰ ἐπί τι Her.)
4) вытаскивать (на сушу)(τριήρεις Xen.)
5) выводить, ставить, представлять(ἐπὴ τέν σκηνήν τι Polyb., Luc.)
; перен. выставлять напоказ, обличать(ἄγνοιάν τινος Polyb.)
6) вызывать или приказывать привести(μάρτυρας Isae.)
ἀναβιβασάμενος αὐτὸν βούλομαι ἐρέσθαι Lys. — я хочу его вызвать для опроса7) повышатьτὰς τιμὰς ἀ. Diod. — повышать цены;
εἰς τέν ἄκραν τιμέν καὴ δύναμιν ἀναβιβάζεσθαι Plut. — стремиться к высшим почестям и (высшему) могуществу8) med. приводить с собой(τινά Lys., Plat., Dem.)
9) досл. отводить назад, перен. понижать, умерять(τοὺς φθόγγους Plut.)
-
2 αντιπαρεξαγω
1) выводить против или навстречу(τέν δύναμιν, τοὺς στρατιώτας ἐπὴ τὸ δεξιόν Plut.)
2) (sc. στρατόν) двигаться в боевом порядке Dem.3) двигаться параллельно(τινί Plut.)
4) выдвигать, противопоставлять(τοῖς ἄλλοις φιλοσόφοις τι Sext.)
5) сопоставлять, сравнивать(πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας, sc. ἑαυτόν Plut.)
-
3 αμφιεζω
-
4 ανειργω
эп. ἀνεέργω1) сдерживать, удерживать(τὸν θυμόν Xen.)
ἀ. μέ διασκίδνασθαι τέν ἀγέλην Luc. — следить, чтобы стадо не разбрелось2) оттеснять, отражать, удерживать(φάλαγγας Hom.; τοὺς στρατιώτας Xen.; τὸν ὄχλον βακτηρίαις Plut.)
ἀνειργμένοις τοῖς σκευοφόροις Xen. — вытянув обоз в узкую линию -
5 αντεξαγω
1) вывозить взамен2) выставлять или выводить навстречу (противнику)(τὰ στρατόπεδα Polyb.; τοὺς στρατιώτας Plut., Diod.)
3) выступать навстречу (противнику) Polyb. -
6 διαπεραιοω
1) перевозить, переправлять(τοὺς στρατιώτας Plut.)
τὸ πέλαγος διεπεραιώθη ἀσφαλῶς μεγάλῳ στόλῳ Plut. — большой флот благополучно переплыл море2) med.-pass. переправляться, переезжать(διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat.)
διαπεραιωθέντες Her. — совершив переправу3) извлекать, выхватывать(ξίφη κολεῶν διεπεραιώθη Soph.)
-
7 εκβιβαζω
1) выводить (на берег), высаживать, выгружать(εἰς τὸν λιμένα Plat.; ἐκ τῶν νεῶν Thuc., Xen.; τοὺς στρατιώτας Plut.)
2) отводить(ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος Her.)
3) отклонять, сбивать(ἵππους τῶν ὁδῶν Xen.; τινὰ τῶν δικαίων λόγων Thuc.)
4) толкать, побуждать(τινὰ εἰς τὸν πόλεμον Polyb.)
-
8 θεωρεω
1) (в качестве зрителя) смотреть(ἀγῶνα Her., Xen.; ἀπὸ μακρόθεν NT.)
2) отправляться смотреть(ἐς τὰ Ἐφέσια Thuc.; ἐς Ὀλυμπίαν Luc.)
3) осматривать, обозревать, посещать(γῆν πολλήν Her.)
4) наблюдать, созерцать, видеть(τύχας ἐμάς Aesch.; τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων πράγματα Plat.; ἀνδριάντας Arst.)
5) воен. производить смотр(τοὺς στρατιώτας Xen.)
6) (тж. τῷ λόγῳ θ. Arst.) филос. созерцать, рассматривать, размышлять, исследовать(τι, περί τινος и περί τι Plat., Arst.)
ἔξω τοῦ θ. γενέσθαι Arst. — перестать быть предметом рассмотрения7) иметь суждение, судить, (умо)заключатьθ. τι τεκμηρίοις Dem. — судить о чем-л. на основании доказательств;
θ. τέν ἔννοιαν ἐκ τῶν ἔργων Isae. — судить о мыслях по делам;8) отправляться в качестве теора (см. θεωρός См. θεωρος)9) отправлять в качестве теоров(μαντεύεσθαι καὴ θ. Thuc.)
οἱ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἐς τὰ Ἴσθμια Thuc. — афиняне отправили на Истмийские игры теоров -
9 καταστρατοπεδευω
1) располагать лагерем, расквартировывать(τοὺς στρατιώτας Xen.)
2) размещать(τὸ ναυτικόν Xen.)
3) расквартировываться, размещаться(εἰς πόλιν, ἐν πόλει и διὰ τῆς πόλεως Polyb.; med. sc. ἐν κώμαις Xen.)
-
10 κατοικια
ἥ1) заселение, колонизация(τόπος εὐφυές πρὸς κατοικίαν Polyb.)
2) основание, закладывание(κατοικίαι πόλεων Plut.)
3) селение, поселок, деревня(αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.)
-
11 παραθαρρυνω
староатт. παραθαρσύνω (ῡ) ободрять, поощрять(τοὺς στρατιώτας Xen.; σφᾶς αὐτούς Thuc.; τὸ πλῆθος Plut.)
-
12 περαιοω
1) переправлять, перевозить(στρατιάν Thuc.; τοὺς στρατιώτας εἰς τέν Λιβύην Polyb.)
π. τινα τὸ ῥεῖθρον Polyb. — переправлять кого-л. через реку2) преимущ. med. переправляться, переплывать(τὸν Ἑλλήσποντον Thuc.; med.: πέλαγος Thuc.; ποταμόν Polyb.)
-
13 προσεξελισσω
воен. сверх того совершать разворот, развертывать (sc. τοὺς στρατιώτας Polyb.) -
14 καταλεγω
I(fut. καταλέξω, aor. κατέλεξα, pf. κατείλοχα; pass.: aor. 1 κατελεχθην, aor. 2 κατελέγην) тж. med.1) выбирать, избиратьκ. τῶν ἀστῶν Her. — выбирать из среды граждан;
κ. τῶν χρησμῶν Her. — выбирать из числа прорицаний2) перебирать по порядку, излагать, рассказывать(πᾶσαν ἀληθείην Hom.; τῶν Σκυθέων τέν ἀπορίαν Her.)
ἀτρεκέως κατάλεξον Hom. — правдиво расскажи (мне);τούτων τῶν καταλεχθέντων γίνεται ὅ Ἴστρος Her. — из (слияния) этих перечисленных (рек) рождается Истр3) называть, перечислять(βασιλέων οὐνόματα Her.)
4) произносить вслух, читать, декламировать(τετράμετρα Xen.)
5) вносить (в списки), записывать(εἰς κατάλογον Lys.)
κ. τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποφορεῖν Xen. — внести самых богатых (граждан) в списки поставщиков лошадей6) причислять, зачислять, включать(τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς Diod.; τινὰ τῶν τριηραρχῶν Isae.)
7) производить набор, набирать(ὁπλίτας Thuc.; στρατιώτας Arph.; στρατιάν Plat.)
στρατεύεσθαι καταλέγεσθαι Plat. — быть призванным в войска;κατελέγην στρατιώτης Lys. — я был зачислен солдатом8) считать, полагать(τινὰ πλούσιον Plat.)
II(только med.: fut. καταλέξομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατελέξατο, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέλεκτο, part. καταλέγμενος, inf. pf. καταλέχθαι)1) ложиться спать(ἔνθ΄ ὅ γέρων κατέλεκτο Hom.)
2) спать(εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Hom.)
-
15 διαγραφω
1) чертить, вычерчивать(τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα Arst.; τῇ ῥάβδῳ τι Plut.)
2) изображать в виде чертежа, набрасывать(πόλιν Plat.; σχῆμα πόλεως Arst.)
3) описывать(λόγῳ Plat.)
4) вычеркивать из списка(τοὺς ἱππέας Arph.)
; перен. перечеркивать, отклонять, отбрасывать(τὰ τοιαῦτα πάντα Plat.)
5) отменять, аннулировать(διαγράψαι τὸ δόγμα Plut.)
6) тж. med. юр. прекращатьδιαγέγραπταί μοι δίκη Arph. — мое дело прекращено;
διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys. — они подали возражение против моего иска7) составлять перечень, перечислять(τὰς προτάσεις Arst.)
8) составлять, сочинять(συνθῆκαι διαγραφεῖσαι Polyb.)
9) воен. производить набор, набирать(στρατιώτας Polyb.)
10) расписывать, распределять, разверстывать(τὸ διαγραφὲν ἀργύριον Arst.)
; назначать, распределять(χώρας καὴ δωρεάς τισι Plut.; σατραπείας Diod.)
-
16 συγκαταφθειρω
См. также в других словарях:
σιταρχώ — (I) ἡ, Α γυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα ώ (πρβλ. μορφ ώ)]. (II) έω, Α τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ. β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ… … Dictionary of Greek
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… … Dictionary of Greek
κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek
λοχαγενείς — λοχαγενεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχαι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί τού λοχαγερεῖς < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ἀγείρω «συγκεντρώνω»] … Dictionary of Greek
περαιώνω — περαιῶ, όω, ΝΑ φέρω κάτι στο απέναντι μέρος, περνώ κάποιον πέρα από ένα σημείο όπου ήταν προηγουμένως, διαπορθμεύω («περαιοῡν τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην», Πολ.) 2. περαίνω, αποπερατώνω, φέρω σε πέρας κάτι που άρχισα («ἐπεραίωσε τὸν λόγον»,… … Dictionary of Greek
προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… … Deutsch Wikipedia
νικήτωρ — νικήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. νικάτωρ) 1. νικητής 2. ως επίθ. νικηφόρος («τοὺς νικήτορας στρατιώτας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ)] … Dictionary of Greek